υποκαθέζομαι

υποκαθέζομαι
ΜΑ
(αποθ.) (ο παθ. αόρ.) ὑποκαθέσθην
έπαθα καθίζηση («τὸ μέρος τῆς γῆς... ὑποκαθέσθη καὶ ταπεινότερον ἐγένετο», Σχολ. Θουκ.)
αρχ.
κάθομαι κάπου χωρίς να γίνομαι αντιληπτός και, κυρίως, στήνω ενέδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + καθέζομαι «κάθομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”